- θυριδεύς
- θῠρῐδεύς, έως, ὁ,A window-frame, Inscr.Délos 290.212 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] … Dictionary of Greek